Η δεσποτική χειροτονία του π. Νικολάου Μεσογαίας

Μακαριότατε, Σεβασμιότατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι αρχιερείς, εντιμότατοι άρχοντες της κοινω-νίας μας, σεβαστοί πατέρες,
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Με αισθήματα βαθιάς εσωτερικής συνοχής αυτή τη στιγμή βρίσκομαι ανάμεσα σας, μπροστά στην ευθύνη του εαυτού μου, κυρίως όμως ενώπιον του Αγίου Τριαδικού Θεού.
Αυτή την ώρα νοιώθω γυμνός από την επιφανειακή τιμή και λαμπρότητα των φαινομένων, ξένος από τη χαρά και την ατμόσφαιρα της πα-νηγύρεως. Αντικρίζω μόνον τη βαρύτητα της αποφάσεως Σας, το μέγεθος των προσδοκιών της Εκκλησίας μας, την πυκνότητα των στιγμών, την ευθύνη μου ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας, την αδυναμία και παράλληλη υποχρέωση μου να αξιολογήσω το γεγονός, την άγνωστη σε μένα αλλά ιερή βούληση του Θεού.
Γι' αυτό και επιτρέψτε μου, σαν ένα αντίδωρο της σημερινής δικής Σας ιερής παρουσίας, να μην εκθέ-σω σκέψεις και οράματα, αλλά να εκφράσω το βάθος των εσωτερικών διλημμάτων μου και να καταθέσω την ειλικρινή εξομολόγηση μου.
Πρέπει να ομολογήσω τη δυσκολία που έχω μέσα μου αυτές τις μέρες. Αισθάνομαι πως το δράμα της προσωπικής μου κλήσεως, αυτό πού με μεταμόρφωσε από επιστήμονα σε ιερέα και μοναχό, έχει πλέον α-πομυθοποιηθεί, χωρίς να καταλάβω πώς. Ο στόχος του απολύτου έχει νοθευτεί από το μικρόβιο της υποχώ-ρησης και τη δικαιολογία του εσωτερικού συμβιβασμού.
Τα μειονεκτήματά μου
Αντιλαμβάνομαι πως έχω μεγάλες αδυναμίες για την αποστολή για την οποία με προορίζετε, πως αυτό πού μου αναθέτετε με υπερβαίνει. Δεν είμαι ούτε αυτός πού φαντάζεσθε, ούτε και αυτός πού ακούγεται. Εί-μαι απόλυτος άνθρωπος, δυσκολεύομαι εσωτερικά να συμβιβασθώ, αδυνατώ να κατεβάσω το κριτήριο ή να στενέψω τον ορίζοντα των προοπτικών μου. Φοβούμαι πως ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν συμβαδίζει με την αποστολή του επισκόπου.
Ούτε όμως και η αποστολή αυτή με ενθουσιάζει, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζω. Προσπαθώ να ται-ριάσω την εικόνα μου στο πλαίσιο της αρχιερατικής διακονίας και παραμορφώνομαι. Συγχωρέστε με πού δημόσια θα εκφράσω ακριβώς αυτό πού αισθάνομαι. Πώς να ανταλλάξω το γλυκόηχο όνομα του πατέρα με τον σκληρό τίτλο του δεσπότη; Πώς να θυσιάσω τη ζεστή προσφώνηση του παπά, στην καταιγίδα των υ-περθετικών προσωνυμίων; Πώς, ενώ δεν έχω μισθό και περιουσία, τώρα να περιμένω τη μηνιαία επιταγή; Πώς, ενώ έμαθα να θαυμάζω την απλή αμφίεση πού θυμίζει τους πρεσβυτέρους της Αποκαλύψεως, τώρα να ταυτισθώ με την πολυτελή εμφάνιση πού παραπέμπει στη ζωή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων; Πώς, ενώ με συγκινεί το στασίδι της προσευχής, τώρα να ανεβώ στο θρόνο της εξουσίας και τιμής; θα έπρεπε να ομολο-γήσω πώς νοιώθω και ανέτοιμος. Ούτε όραμα προς αυτήν την κατεύθυνση έχω ως τώρα γεννήσει ούτε και γνώση της επισκοπικής αποστολής διαθέτω. Η αρχιεροσύνη, κατανοώ, είναι ή τέλεια και πλήρης ιεροσύνη, αλλά για μένα ήταν κάτι πολύ μεγάλο πού δεν μπορούσε να χωρέσει στα στενά των ενδιαφερόντων μου ή να προβληθεί ατό επίπεδο των μυωπικών προοπτικών μου. Ήταν κάτι πού περισσότερο το θαύμαζα και κα-θόλου δεν επιθυμούσα. Κάτι πολύ μεγάλο μέσα μου, αλλά για άλλους, παρά ένας στόχος για μένα. Κάτι πού, κι αν το μελετούσα και ξόδευα χρόνο μαζί του, δεν θα το κατανοούσα. Ομολογώ ότι αναλαμβάνω μια τεράστια ευθύνη -δυσανάλογα μεγάλη προς τη φαινόμενη τιμή-, όντας όμως συνειδητά εντελώς ανέτοιμος. Λυπούμαι πραγματικά μήπως ο κόσμος της Ανατολικής Αττικής, της Μεσογαίας και Λαυρεωτικής πληρώ-σει το τίμημα του αιφνιδιασμού μου και της ενδεχομένως απερίσκεπτης συγκαταθέσεώς μου.
Αλλά και οι πολυδιαφημιζόμενες ικανότητες και τα χαρίσματα μου δεν νομίζω πώς αποτελούν προσόν αλλά μάλλον μειονέκτημα, διότι απομακρύνουν την ελπίδα του «σημείου» και της θεϊκής επέμβασης από τη διακονία μου. Το να τα καταφέρει ένας έξυπνος, ικανός ή μορφωμένος δεν ξενίζει. Το να πετύχει όμως ένας απλός και ασήμαντος άνθρωπος στο ιερό έργο της αποστολής του αυτό αποκαλύπτει τον Θεό.
Είμαι και θεολογικά πτωχός. Πώς λοιπόν να αναλάβω μια διακονία πού το βασικό της στοιχείο είναι ή βιωμένη θεολογία; Ούτε ο τύπος μου, ούτε οι γνώσεις μου, ούτε ή ζωή μου, Ούτε ο προσανατολισμός μου, ούτε ή λογική, Ούτε το συναίσθημα, Ούτε ή βούληση μου φαίνεται να συνεργάζονται προς την προοπτική της αρχιεροσύνης. Αυτός είναι ο λόγος πού πάντοτε απέφευγα να συναινέσω προς μια τέτοια εξέλιξη στη ζωή μου.
Το σφυροκόπημα όλων αυτών των σκέψεων με οδηγεί στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι οι άξιοι δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας ή υπάρχουν μεν, αλλά ή Εκκλησία δεν τους αναγνωρίζει, ή τους βλέπει, αλλά δεν τους θέλει. Μόνον έτσι θα μπορούσε να καταλήξει στη δική μου επιλογή, στην άκομψη ομολογία της τραγικής έλλειψης προσώπων. ...και τώρα. Τώρα ψάχνω το ένα και μοναδικό «σημείο» της συναινέσεως μου και δεν το βρίσκω. Τον ένα λόγο της συγκαταθέσεώς μου και δεν υπάρχει. Τη λογική της πράξεως μου και δεν την αναγνωρίζω. Σκανδαλίζομαι με τον εαυτό μου. Αφού καταλαβαίνω ότι ή Εκκλησία μας προτι-μά τη συστολή και άρνηση μου, γιατί εγώ ξεγελάσθηκα και συναινώ; Το μόνο πού μου μένει είναι να ζητή-σω δημόσια συγγνώμη από τον Κύριο και την Εκκλησία Του για το αμάρτημα της αποδοχής μου.
Από την άλλη πάλι πλευρά, ίσως η ευκολία των αρνήσεων μου να αποτελεί παγίδα ψευτοταπεινοφρο-σύνης ή, στην καλύτερη περίπτωση, έκφραση ιδιορρυθμίας, ίσως δειλίας ή πάλι ανεπίτρεπτα προκλητικής παρρησίας. Γνωρίζετε Εσείς, Μακαριότατε, πώς εγώ ο ίδιος Σας αρνήθηκα την εγγραφή μου στον κατάλογο των εκλόγιμων προς αρχιερατεία προ τεσσάρων περίπου ετών, ή οποία τελικά έγινε κατά την απουσία μου στο Άγιον Όρος. Παρά την ευγενή και ταπεινή πίεση Σας, δεν δέχθηκα την τιμητική για μένα θέση του εκ-προσώπου Σας, μάλιστα σε ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την Εκκλησία μας. Αργότερα, αρνήθηκα επίμονη πρόταση σας να εκλεγώ επίσκοπος με τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ πως απαξιώνω την αρχιεροσύνη. Προ διμήνου, όταν πληροφορήθηκα την εμπλοκή που προκαλεί το πρόσωπο μου στην όλη πορεία του εκκλησια-στικού προβλήματος, σας ξαναπρότεινα, εγγράφως αυτή τη φορά, τη διαγραφή του ονόματος μου από τον περίφημο κατάλογο.
Παρά ταύτα, αυτή τη στιγμή υπάρχει μπροστά μου η απόφαση Σας πού περιμένει άμεσα την υλοποίη-ση της. Όλα μου δείχνουν ότι η εκλογή μου για τη Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής δεν έχει καμία σχέση με τις επιλογές μου, κάτω δε από τις παρούσες συνθήκες δεν αποτελεί με κανένα τρόπο τιμή, αλλά μόνον ξεκάθαρη περιπέτεια και ίσως βαρεία δοκιμασία, πράγματα πού μου αποκλείουν κάθε δικαίωμα να αρνηθώ το σταυρό μου και καθιστούν την ενδεχόμενη άρνηση μου μεγαλύτερο αμάρτημα από την ταπεινή, χωρίς καμία λογική, συναίνεση μου. Αυτό είναι το μόνο ελαφρυντικό μου.
Η εμπειρία της ιεροσύνης
Βέβαια υπάρχει «η χάρις του Θεού που θεραπεύει τα ασθενή και αναπληροί τα ελλείποντα». Εφόσον έτσι οικονόμησε ο Θεός, κάτι θα γίνει και με την περίπτωση μου. Εφόδιο μου δεν είναι ασφαλώς ή ικανότητα προς άσκηση της αρχιεροσύνης. Εφόδιο μου είναι η ως τώρα εμπειρία της ιεροσύνης. Από αυτήν αντλώ την ελπίδα μου. Την αγάπησα όσο τίποτε άλλο. Μου μίλησε περισσότερο από οτιδήποτε στη γη. Α-γκάλιασα το ιερό θυσιαστήριο και καθημερινά καταφιλώ το πετραχήλι μου. Με θάμπωσε τόσο πολύ και μου μίλησε τόσο βαθιά, που ποτέ δεν διέκρινα στο στερέωμα των δικών μου οραμάτων και προσδοκιών κά-τι άλλο ή επιπλέον. Η ιεροσύνη είναι το όλον και το τέρμα μου. Ο Θεός μέσα στην εμπειρία της με πλημμύ-ρισε με σημεία. Μόνον κάτι πολύ εντυπωσιακό και μοναδικό θα έπρεπε να μου αλλάξει την πορεία. Είδα θαύματα. Έζησα ευλογίες. Πίστεψα με όλα τα κύτταρα της υπάρξεως μου. Μπορώ να πω, Μακαριότατε, εν μέσω του λαού και ενώπιον του Θεού, πώς νοιώθω τη χαρά Του «εν εμοί πεπληρωμένην».
Αν αυτή είναι η λειτουργική ταυτότητα μου, υπάρχει και η ποιμαντική. Κατά το πρότυπο του προστά-του μου, αγίου Νικολάου, προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια αυτά να αγκαλιάσω τον πόνο των αδελφών μου, να συμπαθήσω στη δοκιμασία, να περιποιηθώ τις πληγές της αμαρτίας, να αναδεχθώ τις αναζητήσεις, τις αμφιβολίες, την εσωτερική σύγχυση πού γεννά η λαθεμένη αίσθηση ενός Θεού πού αγαπά να απουσιάζει, να είναι αφηρημένος, να συγγενεύει περισσότερο με τη φαντασία παρά με την πραγματικότητα. Πρέπει να Σας διαβεβαιώσω ότι το πετραχήλι μου είναι κουρελιασμένο από τη χρήση. Αυτός είναι ένας άλ-λος λόγος πού δικαιολογούσε κάθε εσωτερική άρνηση να εγκαταλείψω τις ψυχές πού μου εμπιστεύθηκε ο Θεός προαγόμενος σε επισκοπική διακονία. Η μόνη μου παρηγοριά τώρα είναι η γεωγραφική εγγύτητα με τους ανθρώπους αυτούς, μαζί με τους οποίους μοιραστήκαμε τα προβλήματα, τις χαρές, την αναζήτηση και την ανάγκη του Θεού.
Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να κάνω μία μικρή αναφορά στη λειτουργική ταυτότητα μου. Ως τώρα, ενώ είμαι ίσως ο μόνος κληρικός του λεκανοπεδίου Αττικής πού καθημερινά στις ακολουθίες για 15 χρόνια μνημονεύω του σεπτού ονόματος του Οικουμενικού μας Πατριάρχου, παράλληλα διακονούσα από υπεύθυνη θέση την Εκκλησία της Ελλάδος, εκπροσωπώντας ταυτόχρονα και τον αγιορείτικο μοναχισμό.
Η καρδιά μου, για να καταλήξει στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, περνούσε από το Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η καθημερινή συνεχής μνημόνευση του Πατριαρχικού ονόματος δεν ήταν για μένα ένας τύπος, μια πράξη αβροφροσύνης, κάτι το υποχρεωτικό και μηχανικό, άλλα μια σαφής αιτία πού μου δημιούργησε έναν ισχυρό και ακατάλυτο λειτουργικό σύνδεσμο μαζί του, τέτοιον που δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να διασαλευτεί, ακόμη και αν κάποτε βρισκόμουν σε μια Εκκλησία πού δεν θα προϋπέθετε τη μνημόνευση του, ακόμη κι αν αισθανόμουν κάποια εσωτερική διαφοροποίηση μαζί του, ακόμη κι αν με σκανδάλιζαν συγκεκριμένες ενέργειες ή επιλογές του. Σε κάθε περίπτωση, θα προτιμούσα να δεχθώ ότι εγώ σφάλλω παρά το Πατριαρχείο μας. Μέσα από τον λειτουργικό σύνδεσμο μαζί του, κατενόησα τη μαρτυρικότητα της διαχρονικής πορείας του, τη συνεκτικότητα πού δημιουργεί ο οικουμενικός χαρακτήρας του, την εκκλησιολογική ανάγκη της υπάρξεως του. Είναι τόσο μεγάλο, πού την εξουσία του την έχει, δεν την διεκδικεί. Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο οφείλουμε την ιστορική απόδειξη ότι ή Εκκλησία μας είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική». Το Πατριαρχείο μας αποτελεί κομμάτι της υποστάσεως μας και ως 'Ελλήνων και ως Ορθοδόξων.
Έχει ιστορία πού το αίμα της περνάει από του καθενός μας την καρδιά. Στηρίζει το γένος όχι εθνικά, αλλά πνευματικά. Πέρασε από μακροχρόνιους διωγμούς και μαρτύρια όσο καμία ίσως άλλη Εκκλησία και μέχρι σήμερα παραμένει όρθιο. Ό Θεός το κράτησε. Είναι το καλύτερο δώρο Του σε μας. Η πορεία του α-ποτελεί ένα θαύμα που για αιώνες τροφοδοτεί την πίστη. Η οικουμενικότητα του το ίδιο. και σήμερα αυτή αποτελεί την πιο σίγουρη, την πιο εγγυημένη, την πιο εμπειρικά επαληθευμένη και δοκιμασμένη, την πιο αληθινή Ορθόδοξη απάντηση στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης των κοινωνιών και τον κίνδυνο της βατικανοποίησης των εκκλησιών μας. Όσο πιο Οικουμενικό είναι το Πατριαρχείο μας, όσο πιο έξω από τα μέτρα, τις πολιτικές και τις αντιλήψεις μας, τόσο πιο συνοδική γίνεται ή Εκκλησία μας, τόσο πιο μέσα στην πίστη και στην ίδια μας την υπόσταση ανακαλύπτουμε την εν Χριστώ δόξα του. Το Πατριαρχείο μας είναι Οικουμενικό για να αγκαλιάζει όλους, να συγχωρεί όλα, να ενώνει τους πάντας και τα πάντα.
Αυτά τα βιώματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας αυτή τη στιγμή καταθέτω ως ομολογία, ως βεβαιωμένη μαρτυρία και ως το καλύτερο δώρο μου καθώς, από εδώ κι εμπρός, η λειτουργική αναφορά μου περνάει μέσα από την πολυαγαπημένη μου Εκκλησία της Ελλάδος. Στη δική της αγκαλιά, στη δική της πνευματική ατμόσφαιρα και ευθύνη κι εγώ και οι περισσότεροι από εμάς γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εν Χριστώ. Αυτής την παράδοση γευθήκαμε, στα δικά της πρόσωπα οφείλουμε την ευγνωμοσύνη, αυτήν αι-σθανόμαστε ως μάνα μας. Αυτή και σε μένα έδωσε τη χάρη της ιεροσύνης. και τώρα Αυτής η Σύνοδος με εξέλεξε. Αυτής ο Αρχιεπίσκοπος και οι ιεράρχες αυτήν τη στιγμή αναλαμβάνουν την ευθύνη ενώπιον του Θεού να εμπιστευθούν τη χάρη της αρχιεροσύνης επάνω μου.
Η καρδιά μου πλέον καλείται να ζήσει το μυστήριο της ενότητας. Οι δύο Εκκλησίες είναι μία. Καλεί-ται να μεταβεί από τον εμπαθή ορθολογισμό του ανήκειν στην πνευματική λογική του κοινωνείν, από τη στενοκαρδία των δικαιωμάτων, των διεκδικήσεων, των διαμαρτυριών, των συμφωνιών και διαφωνιών στη φωτεινή εμπειρία του «ίνα πάντες εν ώσιν» και της ευλογίας του «τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι». Μου είναι αδύνατον αυτήν τη στιγμή μέσα στο φόντο της θυσίας του Κυρίου, της συγκαταβάσεως και κενώσεως Του, πάνω στο επίπεδο του μυστηρίου, της διδασκαλίας και της ζωής της Εκκλησίας μας, μέσα στην ατμό-σφαιρα του πόνου, της δίψας και των αναγκών των συνανθρώπων μας και των επιταγών της εποχής μας να διακρίνω τη διαφορά της Κωνσταντινουπόλεως από την Αθήνα, να αισθανθώ την ψύχρα του "εμείς" κι "ε-σείς" να διακρίνω την κατά Χριστόν αλήθεια πίσω από λογικές, επιχειρήματα, αγώνες ή και εγκόσμιες συμφωνίες, να αντιληφθώ την απόσταση κάποιων εν Χριστώ αδελφών μας, να πιστέψω πως κάποιοι έχουν περισσότερο δίκιο από κάποιους άλλους πού δυσκολεύονται να το ομολογήσουν. Αισθάνομαι πως, αν η αγωνία μας είναι να τα βρούμε με το Θεό, τότε πολύ εύκολα τα βρίσκουμε και μεταξύ μας. Στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία όλοι είμαστε αμαρτωλοί μεν αδελφοί, αλλά αμοιβαίως εμπιστευόμε-νοι. και τα προβλήματα τα λύνουν η δική μας ταπείνωση, η ανωτερότητα του αλλού και η εμπιστοσύνη αμ-φοτέρων. Με γνώμονα αυτήν τη λογική, διακρίνω τη μεγάλη ευθύνη μου να αγωνισθώ να ειρηνεύσει η Εκ-κλησία. Να βγούμε κερδισμένοι όλοι. Όχι να βρει το δίκιο του αυτός πού το έχει. Αλλά να αποδεχθεί την αδικία αυτός που ίσως δεν ευθύνεται για κάτι. Στην Εκκλησία εγώ έμαθα να λατρεύω έναν Θεό, που η αγά-πη Του, Τον κάνει περισσότερο να ηττάται και να υποχωρεί παρά να νικάει και να διεκδικεί. Αυτή η λογική και μόνον αποτελεί τον λόγο της αγάπης μου στην Εκκλησία και το θεμέλιο της ως τώρα από 'δώ και πέρα διακονίας μου.
Μοναχική και φιλόπτωχη πολιτεία
Γι' αυτό και ενώ γίνομαι επίσκοπος συνειδητά επιλέγω ως πρότυπο ζωής αυτό του μονάχου. Αυτού που έχει υποκαταστήσει τη σκέψη με την προσευχή, τα οράματα με τη θυσία, τα επιχειρήματα με τη μακροθυμία. Με αυτόν το στόχο ξεκίνησα, με τον ίδιο και θέλω να ξοφλήσω το επίγειο χρέος μου, με αυτήν την κληρονομιά επιθυμώ να ταξιδεύσω την αιώνια πορεία μου. Για το λόγο αυτόν, εκφράζω δημόσια την επιθυμία μου -και προς τους πολιτικούς μας άρχοντες- να μη με μεταχειρισθείτε ως ανώτατο δημόσιο υπάλληλο με μηνιαίο μισθό και δώρο εορτών και θερινών διακοπών, με παραστάσεις σε δείπνα, δεξιώσεις, παρελάσεις και εγκαίνια. Λέξεις όπως μισθός, σύνταξη, ιδιοκτησία, ασφάλεια ζωής, διακοπές, προσωπικές φιλίες, τιμητικές διακρίσεις κλπ., πού δεν έχουν καμία σχέση με τη μοναχική ζωή, θα ήθελα να παραμείνουν ξένες προς το λεξιλόγιο της προσωπικής μου πολιτείας. Στην καρδιά μου αντηχεί ή πεποίθηση ότι ο ιερέας πρέπει να είναι ο φτωχότερος από τους πιστούς και ο επίσκοπος ο φτωχότερος από τους ιερείς. Το πρώτο δεν θα το επιβάλω σε κανέναν. Το δεύτερο, όμως, αποτελεί για μένα αδιαπραγμάτευτο όρο και απαράβατο στόχο ζωής. Δεν θα ήθελα να πληρώνομαι, αλλά μόνον να ξοδεύομαι, ούτε να ασφαλίζομαι στις επίγειες τράπεζες αλλά στην Αγία Τράπεζα, ούτε να ξεκουράζομαι μακριά από τα βάσανα και τους αγώνες του ποιμνίου μου στις όμορφες γωνιές αυτού του κόσμου, αλλά να αναπαύομαι μέσα στη δρόσο της καμίνου των δοκιμασιών όλων μας. Η ζωή μου επιθυμώ να μη θυμίζει σε μεγαλοπρέπεια την εις επίσκοπο χειροτονία μου, αλλά σε λιτότητα και αναζήτηση μυστικού βάθους τη μοναχική κούρα μου.
Παρά το ξεχείλισμα της ευγνωμοσύνης πού νοιώθω απέναντι όλων υμών, επιτρέψτε μου κατακλείο-ντας να μην ευχαριστήσω δια στόματος και φραστικής αναφοράς κανέναν. Δεν θα ήθελα να διακινδυνεύσω να μεταμορφώσω το μυστήριο της ιεροσυνοδικής αποφάσεως σε αποτέλεσμα επίγειων επιλογών και να μο-λύνω την απροσμέτρητη ιερότητα αυτών των στιγμών με υποψίες κοσμικής ευγένειας και αβροφροσύνης. Θα αποφύγω, λοιπόν, κάθε αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα της ως τώρα ζωής μου, στον πιστό λαό πού σε λίγο θα πάρει την ευθύνη να επικυρώσει την ιεροσυνοδική απόφαση, σε κάποιους που πίστεψαν στην εκλογή μου, στους γονείς, τα αδέλφια και συγγενείς μου, στους πνευματικούς πατέρες και γεροντάδες μου, στην προσφιλή πνευματική οικογένεια μου στο Μετόχι της Αναλήψεως, ακόμη και σε Σάς, Μακαριότατε, που κάτω από τόσο λεπτές και δύσκολες συνθήκες διακινδυνεύετε τη χειροτονία μου.
Θα αρκεσθώ μόνον στην έκφραση της μυστικής ευγνωμοσύνης μου για τη σημερινή λειτουργική πα-ρουσία σας, γιατί όλοι εσείς, επίσκοποι και κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, αναλαμβάνετε την ευθύνη να προσδιορίσετε το θέλημα του Θεού στη ζωή μου.
Και θα επικαλεσθώ την ευχή του μακαριστού Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανού, από τα χέρια του οποίου έλαβα τη χάρη της ιεροσύνης και την έμπνευση της ασυμβίβαστης ομολογίας, της συνεπούς και πεντακάθαρης ζωής και της ηρωικής μαρτυρίας, όπως και την ευχή του πολυσέβαστου και καλο-κάγαθου ποιμενάρχου της θεοσώστου αυτής Επαρχίας Μητροπολίτου πρώην Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Αγαθόνικου, το παράδειγμα, η παρουσία, η ευγένεια και η ανωτερότητα του οποίου, αφ' ενός μεν αποτε-λούν αταλάντευτο οδηγό στη δική μου πορεία, αφ' ετέρου δε, με επιφορτίζουν με το βαρύτατο χρέος της απόδοσης ειλικρινούς τιμής και βαθιάς ευγνωμοσύνης.
Η ευγνωμοσύνη μου θα εκφρασθεί μόνον στον Τριαδικό Θεό, που για μια ακόμη φορά μου δείχνει Αυτός την αντίθετη με το θέλημα και τις συνειδητές επιλογές μου πορεία και κατεύθυνση μου. Αυτόν που οικονομεί να οδηγούμαι σε μια επισκοπική χειροτονία πού γίνεται κάτω από όρους τέτοιους, ώστε από την πρώτη στιγμή να αναδίδεται το άρωμα της αμφισβήτησης στο πρόσωπο μου, η ευωδία του προσωπικού σταυρού μου, το θυμίαμα της ανάγκης για προσευχή παρά για πανηγύρι. Αυτή τη στιγμή δεν ζητώ τις κοι-νωνικές ευχές Σας. Ζητώ τις προσευχές Σας. Δεν θα ήθελα ή χειροτονία μου να κλείσει με χειροκροτήματα. Θα προτιμούσα ή νέα μου ζωή να ανοίξει με κραυγές ικεσίας. Ζητώ τις πρεσβείες του προστάτου μου Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Παντελεήμονος, του οσίου Αρσενίου του Καππαδόκου -λείψανα των οποίων φέρω επί του στήθους μου- του οσίου Σίμωνος του Μυ-ροβλύτου και της Αγίας Μυροφόρου Μαγδαληνής.
Λίγες μέρες πριν εγκαταλείψω τα εγκόσμια είχα επισκεφθεί τον μακαριστό πατέρα Πορφύριο. Ύστερα από ένα αποκαλυπτικό ξεδίπλωμα του εαυτού μου, κατελήφθη από έντονη αγωνία, μεγάλη ανησυχία και για αρκετή ώρα κάθιδρος μου επαναλάμβανε πως θα πονέσω πολύ στη ζωή μου. Τον ερώτησα επίμονα αν θα έπρεπε να αποτρέψω τα σχέδια μου. Ύστερα από λίγα λεπτά δακρυρόου σιωπής, η αγωνία του μετεστράφει σε γλυκύτητα και ελπίδα και τελικά με ασπάσθηκε και μου έδωσε την ευχή του. Η προσδοκία του σταυρού, απετέλεσε τον άξονα της ζωής μου. Αποφάσισα αφ' ενός μεν να εμπιστευθώ απόλυτα στον Θεό την ευθύνη του μέλλοντος μου, αφ' ετέρου δε να μην αρνούμαι ποτέ τον σταυρό μου. Αυτήν τη στιγμή νομίζω αρχίζει η ανηφόρα μου. Με την πεποίθηση ότι η εκλογή μου δεν αποτελεί επιβράβευση, αλλά δοκιμασία, ότι την τιμή μπορώ να την αρνηθώ όχι όμως και τον σταυρό μου, ότι η βούληση του Θεού δεν εκφράζεται με τις επιλο-γές μου, αλλά φανερώνεται με τις αποφάσεις Σας,
Μακαριότατε, Σεβασμιότατοι άγιοι αρχιερείς, αγαπητοί συμπρεσβύτεροι, προσφιλείς διάκονοι, πιστέ λαέ του Θεού, στην κρίση, τη βούληση και τη συνείδηση σας παραδίδω το μέλλον και τη ζωή μου.
« Εγώ δε ουκ απειθώ ουδέ αντιλέγω» και ουδέ αντιλέγω σημαίνει ουδέ καν διερωτώμαι.
«Κύριε, ποίησόν με οίον θέλεις και ως θέλεις- καν θέλω καν μη θέλω».
«Αυτώ πρέπει πάσα τιμή, προσκύνησις, δόξα και κράτος εις τους αιώνας. Αμήν».

< Προηγούμενο | Επόμενο > |
---|